- αναρροφητήρας
- αναρροφητήρας, ο και αναρροφητής, οόργανο παραγωγής ρεύματος αέρα με αναρρόφηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναρροφητήρας — ο συσκευή αναρρόφησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρροφώ + (κατάλ.) τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sucker. Ο ελληνικός όρος αναρροφητήρ πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον αξιωματικό του πυροβολικού Γρηγόριο Χαντσερή το 1847] … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις … Dictionary of Greek